- θηροφόνος
- θηροφόνος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα2. επίθ. τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον(διάφ. γρ. τού θηλυφόνον)αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, κν. στριγγλοβοτανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -φόνος (< θείνω), πρβλ. λεοντο-φόνος, φασσο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.